- ιωδοξικό οξύ
- Οργανικό οξύ του τύπου CH2ICOOH, παράγωγο του οξικού οξέος, που περιέχει ιώδιο. Είναι σώμα κρυσταλλικό, με σημείο τήξης 82-83°C και παρασκευάζεται με θέρμανση οξικού ανυδρίτη με ιώδιο, παρουσία ιωδικού οξέος. Χρησιμοποιείται στις βιοχημικές και φυσιολογικές μελέτες ως παρεμποδιστής των γλυκολυτικών και άλλων ενζύμων, όπως της αφυδρογονάσης της 3-φωσφορικής γλυκεριναλδεΰδης, που δρα ως κύριος καταλύτης της γλυκολυτικής διάσπασης.
Dictionary of Greek. 2013.